ατελέσφορος

ατελέσφορος
-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) [τελεσφόρος]
νεοελλ.
ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος, μάταιος
μσν.
αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατελεσφόρητος — η, ο (AM ἀτελεσφόρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος αρχ. μσν. 1. ο ανώριμος 2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος… …   Dictionary of Greek

  • στείρος — α, ο / στεῑρος, α, ον, ΝΜΑ, και στερρός, όν, Α αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν. β. «καὶ ἦν Σάρα στεῑρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ) νεοελλ. 1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”